Αναστασιματάριον είναι, ως γνωστόν, το βιβλίον το οποίον περιέχει μελοποιημένους τους αναστασίμους ύμνους του Μεγάλου Εσπερινού και του Όρθρου της Κυριακής και τινας άλλους συμπληρωματικούς ύμνους κατά τους οκτώ ήχους. Τρία είδη Αναστασιματαρίου μας έχουν παραδοθή: Αργόν ή Παλαιόν, αργοσύντομον και σύντομον. Και αργόν μεν, τ.έ. εις αργόν στιχηραρικόν μέλος, έχουν μελοποιήσει κυρίως ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο Μανουήλ Χρυσάφης ο νέος, αργοσύντομον δε και σύντομον, ήτοι εις σύντομον στιχηραρικόν και ειρμολογικόν μέλος, αντιστοίχως, ο Λαμπαδάριος Πέτρος ο Πελοποννήσιος.
Αργόν Αναστασιματάριον Ιωάννου του Δαμασκηνού. Το Αργόν Αναστασιματάριον, το κατά την παράδοσιν ως έργον του Ιωάννου του Δαμασκηνού φερόμενον, μετεγράφη υπό του Πέτρου Πελοποννησίου εις την εαυτού γραφήν και υπό των Τριών Διδασκάλων, Χρυσάνθου, Γρηγορίου και Χουρμουζίου, εις την σύγχρονον. Του αργού τούτου Αναστασιματαρίου τμήμα μόνον τύποις εξεδόθη άπαξ το 1868, ως πρώτος τόμος της "Μουσικής Βιβλιοθήκης" παρά των Μουσικοδιδασκάλων της Πατριαρχικής Σχολής της Εκκλησιαστικής Μουσικής, περιλαμβάνον τα Κεκραγάρια, τα Στιχηρά και Απόστιχα του Εσπερινού μετά των Θεοτοκίων, τους Αναβαθμούς και τα Στιχηρά των Αίνων.
Αργοσύντομον και Σύντομον Αναστασιματάριον. Σωζόμενα ταύτα εκ παραδόσεως από στόματος εις στόμα, ως το δημοτικόν άσμα, κατεγράφησαν το πρώτον υπό του Πέτρου Λαμπαδαρίου του Πελοποννησίου εις την εαυτού γραφήν, κελεύσει του Μητροπολίτου Προύσης Μελετίου, ως σημειοί το υπ' αρ. 1022 χειρόγραφον της Ι. Μονής των Ιβήρων, και ακολούθως μετεγράφησαν εις την σύγχρονον υπό των Τριών Διδασκάλων.
Αι πρώται εκδόσεις. Συμπίλημα εκ των δύο τούτων Αναστασιματαρίων Πέτρου του Πελοποννησίου, περιλαμβάνον άλλους ύμνους εκ του αργοσυντόμου και άλλους εκ του συντόμου, συμπληρωθέν κατά τα Απολυτίκια, τα Καθίσματα, τας Υπακοάς, τους Αναβαθμούς, τους Μακαρισμούς και τα Εξαποστειλάρια, παρά των Τριών Διδασκάλων, εξέδωκε τύποις το πρώτον το 1820 εν Βουκουρεστίω ο εκ των πρώτων μαθητών της Δ' μετά την Άλωσιν Πατριαρχικής Μουσικής Σχολής Πέτρος Μανουήλ Εφέσιος. Το Αναστασιματάριον αυτό, αποτελούν και το πρώτον τύποις εκδοθέν μουσικόν έργον της καθόλου Βυζαντινής Μουσικής, επανεξεδόθη το 1869 εν Κωνσταντινουπόλει παρά των Μουσικοδιδασκάλων της Πατριαρχικής Σχολής της Εκκλησιαστικής Μουσικής, ως δεύτερος τόμος της "Μουσικής Βιβλιοθήκης", και το 1889 εν Αθήναις υπό Κων/νου Σακελλαρίδου του Θετταλομάγνητος.
Άλλαι εκδόσεις. Το 1832 ο εκ των Τριών εισηγητών της Νέας Μεθόδου Χουρμούζιος ο Χαρτοφύλαξ, συνεπικουρούμενος και υπό του Θεοδώρου Φωκαέως, εξέδωκε τύποις Αναστασιματάριον με την ένδειξιν: "Τα πάντα καθώς την σήμερον ψάλλονται εις το Πατριαρχείον". Το Αναστασιματάριον αυτό περιλαμβάνει, προς την ύλην την εμπεριεχομένην εις το Αναστασιματάριον του Εφεσίου, και τους Αναστασίμους κανόνας εις σύντομον ειρμολογικόν μέλος και τον ειρμόν της Θ' ωδής (πλην του βαρέως ήχου) και εις αργόν, καθώς και τα κατανυκτικά της Μ. Τεσσαρακοστής και παραλείπει την Στιχολογίαν του "Θου, Κύριε", τους στίχους των Στιχηρών και Αποστίχων του Εσπερινού και των Στιχηρών των Αίνων.
Το Αναστασιματάριον αυτό συγκρινόμενον προς το του Πέτρου (και των τριών γνωστών εκδόσεων· Εφεσίου, Μουσικής Βιβλιοθήκης και Σακελλαρίδου) διαφέρει ουσιωδώς, απέχον των συνήθων διασκευών, ιδίως εις τα δογματικά δοξαστικά του Εσπερινού και εις τα Εωθινά.
Το 1839 ο Θεόδωρος Φωκαεύς εκδίδει διά πρώτην φοράν πλήρες αργοσύντομον και σύντομον Αναστασιματάριον εις δύο τόμους "επιδιορθωθέν μετά προσθήκης παρά Κωνσταντίνου Πρωτοψάλτου". Παραδόξως όμως και ενώ ακολουθεί ως προς το μέλος κατά πόδας το Αναστασιματάριον του Χουρμουζίου, επεξεργαζόμενος αυτό ελαφρώς μόνον ως προς τον ρυθμόν, θεωρεί τα δύο προηγηθέντα και ουσιωδώς αλλήλων διαφέροντα Αναστασιματάρια Εφεσίου και Χουρμουζίου ως πρώτην και δευτέραν έκδοσιν ενός και του αυτού έργου, παρά την σαφή ένδειξιν του Χουρμουζίου ότι το δεύτερον περιέχει "τα πάντα καθώς την σήμερον (τ.έ. την εποχήν εκείνην) ψάλλονται εις το Πατριαρχείον" και εμφανίζει αυτό ως έργον του Πέτρου Λαμπαδαρίου εκδοθέν το τρίτον. Και μόνον δια τον δεύτερον τόμον, δηλαδή το Σύντομον Αναστασιματάριον αναγράφει εκδοθέν το πρώτον. Το 1855, αποθανόντος εν τω μεταξύ του Φωκαέως, επανεκδίδει αυτό στερεοτύπως ο υιός αυτού Κωνσταντίνος, με την ένδειξιν εις αμφοτέρους τους τόμους εκδίδεται νυν το τέταρτον.
Το Αναστασιματάριον Ιωάννου Πρωτοψάλτου. Το 1858 ο τότε τοποτηρητής της Πρωτοψαλτείας (*) και είτα Πρωτοψάλτης Ιωάννης ο Νεοχωρίτης εκδίδει Αναστασιματάριον. Το Αναστασιματάριον αυτό, σύμφωνον κατά πάντα προς το προηγηθέν Αναστασιματάριον του Φωκαέως (πλην του ρυθμού, εις τον ρυθμόν ακολουθεί τους ασυμέτρους πόδας του Χουρμουζίου), παρ' ότι εκδίδεται διά πρώτην φοράν, αποκαλείται υπό του Ιωάννου έκδοσις Ε'. Το επανεκδίδει δε εκ νέου το 1863, αναθεωρημένον πως, ως έκδοσιν ΣΤ'. Ακολούθως, μετά τον θάνατον αυτού εκδίδεται υπό του υιού αυτού Δημητρίου εις έκδοσιν Ζ' το 1877, Η' το 1899, Θ' το 1905 και Ι' το 1914, φέρον εις την προμετωπίδα, σχεδόν στερεοτύπως "Αναστασιματάριον μελοποιηθέν παρά Πέτρου Λαμπαδαρίου του Πελοποννησίου, θεωρηθέν υπό Ιωάννου Πρωτοψάλτου".
Δυστυχώς αφ' ης εποχής τας εκδόσεις ανέλαβεν ο Δημήτριος αύται εμφανίζουν πληθώραν τυπογραφικών λαθών, πολλαπλασιαζομένων μάλιστα από εκδόσεως εις έκδοσιν.
Αναστασιματάριον έκδοσις "ΖΩΗΣ". Το Αναστασιματάριον του Ιωάννου, αντιπροσωπεύον γνησίαν, κατά το μάλλον και ήττον, την παράδοσιν της Μ. Εκκλησίας, καθιερώθη και ψάλλεται έως σήμερον εις άπασας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας της Ανατολής, παρ' ότι εγένοντο κατά καιρούς και άλλαι εκδόσεις Αναστασιματαρίων υπό διαφόρων (Νικολάου Πρωτοψάλτου Σμύρνης, Ζαφειρίου Ζαφειροπούλου, Ανδρέου Τσικνοπούλου κ.ά.). Προσέτι, ως περιλαμβάνον κατά σύστημα σειράν ολόκληρον ύμνων κατά τους οκτώ ήχους, απετέλεσε το κατ' εξοχήν διδακτικόν βιβλίων των αρχαρίων μαθητών της Βυζαντινής Μουσικής. Δι' αμφοτέρους τους λόγους αυτούς, εξηντλημένον από πολλών ετών, εξέδωκεν αυτό εις νέαν έκδοσιν η Αδελφότης Θεολόγων "ΖΩΗ" το 1933, ανατυπώσασα έκτοτε αυτό πεντάκις στερεοτύπως.
__________________________
(*) Ο Ιωάννης Βυζάντιος (+1866), τοποτηρητής της πρωτοψαλτείας από του 1855, ανεδείχθη πρωτοψάλτης μόλις το 1862, επί της πρώτης πατριαρχείας Ιωακείμ του β' (1860-63), μετά τον θάνατον του προκατόχου του Κωνσταντίνου του Βυζαντίου, όστις, καίτοι παρατημένος από του 1855, διετήρη τον τίτλον του πρωτοψάλτου έως του θανάτου του (30 Ιουλίου 1862).