Το θέμα των «εναλλακτικών» θεραπειών έχει απασχολήσει από πολλών ετών την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία και ειδικότερα την Εκκλησία της Ελλάδος. Με πρωτοβουλία των εκάστοτε Συνοδικών Επιτροπών επί των Αιρέσεων έχουν συγκληθεί Πανορθόδοξες Διασκέψεις, οι οποίες ασχολήθηκαν επισταμένως με τις «εναλλακτικές» θεραπείες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η «ομοιοπαθητική». Σε όλες τις Διασκέψεις αυτές διαπιστώθηκε η ασυμφωνία των «εναλλακτικών» θεραπειών με την πίστη της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας.
Ειδικότερα, στην τελευταία Πανορθόδοξη Διάσκεψη, η οποία έλαβε χώρα το Νοέμβριο του έτους 2013 στο Βόλο της Μαγνησίας, διαπιστώθηκε μεταξύ άλλων ότι: «Οι λεγόμενες εναλλακτικές θεραπείες δεν έχουν απλώς αποκρυφιστικές προεκτάσεις, αλλά τα ίδια τα θεμέλιά τους ευρίσκονται στον εξωχριστιανικό και μάλιστα στον αποκρυφιστικό χώρο. Η Συνδιάσκεψη διεπίστωσε ότι οι θεραπείες αυτές… (σημειωτέον ότι μεταξύ των «θεραπειών» συμπεριλαμβάνουν και την «ομοιοπαθητική» -ημέτερο σχόλιο) θεμελιώνονται σε κοσμοθεωριακό υπόβαθρο, το οποίο είναι αντίθετο και ασυμβίβαστο με την Ορθόδοξη πίστη».
Οι συγγραφείς του παρόντος βιβλίου, η Oana Iftime και ο Alexandru Iftime, εξετάζουν την «ομοιοπαθητική» πρώτον μεν ως προς την επιστημονική και λογική της συνέπεια, δεύτερον δε ως προς τα πνευματικά της χαρακτηριστικά.
Το κύριο χαρακτηριστικό του βιβλίου αυτού αποτελεί η παράθεση πρωτότυπων επιχειρημάτων, με τα οποία αποδεικνύεται, πέραν πάσης αμφιβολίας, αφ’ ενός μεν η πολλαπλή λογική και επιστημονική ασυνέπεια των απόψεων των ομοιοπαθητικών, αφ’ ετέρου δε η πλήρης ασυμβατότητα και εναντιότητα της «ομοιοπαθητικής» με τη θεολογία της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας.
Οι συγγραφείς δεν απορρίπτουν την ύπαρξη (θετικών) θεραπευτικών αποτελεσμάτων της «ομοιοπαθητικής» σε ορισμένες περιπτώσεις, εκτός από εκείνα τα οποία θεωρούνται ως αποτέλεσμα δράσεως «εικονικού φαρμάκου» (placebo). Δεδομένου, όμως, ότι στις αραιώσεις που δίνονται τα ομοιοπαθητικά φάρμακα ουδέν σχεδόν μόριο της αρχικής ουσίας περιέχουν και επομένως αποκλείεται η φυσική δράση τους, οι συγγραφείς συμπεραίνουν ότι τα παρατηρούμενα θεραπευτικά αποτελέσματα θα πρέπει να αποδοθούν σε άλλη αιτία· συγκεκριμένα, τολμούν να υποστηρίξουν ότι πληρούνται στην περίπτωση της «ομοιοπαθητικής» οι δύο προϋποθέσεις με βάση τις οποίες δρα η αποκαλούμενη «συμπαθητική» ή «απομιμητική» μαγεία. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι η ισχύς του Νόμου της Ομοιότητος και του Νόμου της Επαφής ή Μεταδόσεως.
Σύμφωνα με το Νόμο της Ομοιότητος, το όμοιο παράγει όμοιο, αρχή η οποία συσχετίζεται στενά με την αρχή της «ομοιοπαθητικής», «τα όμοια ομοίοις ιώνται». Το περιεχόμενο του δεύτερου Νόμου (της Επαφής ή της Μεταδόσεως) είναι ότι πράγματα τα οποία έχουν έλθει σε επαφή μεταξύ τους συνεχίζουν να αλληλεπιδρούν από απόσταση και μετά τη διακοπή της φυσικής επαφής. Αιτιολογείται έτσι, κατά τους ομοιοπαθητικούς, η θεωρούμενη μεταφορά των ιδιοτήτων της πρωτογενούς ιατρικής ύλης (material medica) στο ύδωρ, το οποίο χρησιμοποιείται για τις επανειλημμένες, διαδοχικές αραιώσεις της ύλης αυτής, παρά το γεγονός ότι σε υψηλές αραιώσεις ουδέν σχεδόν μόριο από αυτήν έχει απομείνει. Περαιτέρω, οι συγγραφείς, προκειμένου να ελέγξουν τον ισχυρισμό ορισμένων ότι Άγιοι της Ρωσικής Εκκλησίας συνιστούσαν ή και ασκούσαν την «ομοιοπαθητική», προσέφυγαν και εμελέτησαν αυτοπροσώπως τα σχετικά με το θέμα πρωτότυπα (στη ρωσική γλώσσα) αποδεικτικά στοιχεία. Από τη μελέτη αυτή διεπίστωσαν ότι σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν ασάφειες, ώστε να μην είναι δυνατόν να τεκμηριωθεί ο ανωτέρω ισχυρισμός, σε άλλη ότι εφαρμοζόταν φυτοθεραπεία και όχι η κλασική «ομοιοπαθητική», ενώ σε άλλη περίπτωση ότι χορηγούνταν αραιωμένα διαλύματα, αλλά όχι τα «δυναμοποιημένα» φάρμακα της «ομοιοπαθητικής».
Στην περίπτωση του Αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης, ο οποίος φαίνεται ότι ήταν υπέρμαχος της «ομοιοπαθητικής», υποστηρίζουν. με δόκιμη θεολογική επιχειρηματολογία, ότι επρόκειτο για όχι ενσυνείδητη, αλλά πολύ σοβαρή λογική και θεολογική αστοχία του. Και τούτο, γιατί η «ομοιοπαθητική» σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεμελιωθεί στη Χριστολογική διδασκαλία της Εκκλησίας και στις σωτηριολογικές συνέπειές της για τον άνθρωπο, όπως αφήνεται να εννοηθεί ατυχώς από τη σχετική Ομιλία του Αγίου Ιωάννου. Συγκεκριμένα, η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως έγινε από τον Υιό του Θεού «χωρίς αμαρτίας», απλούστατα, επειδή η αμαρτία όχι μόνο δεν αποτελεί οντολογικό γνώρισμα της ανθρώπινης φύσεως, αλλά και συνιστά παρά φύσιν κατάσταση.
Συμπερασματικώς, η οποιαδήποτε αναγωγή της ομοιοπαθητικής μεθόδου -διά της οποίας «θεραπεύεται» το «όμοιο» (η νόσος) διά του «ομοίου» (διά ομοίας νοσηρής καταστάσεως)- στον Χριστό και στην Εκκλησία Του είναι από ατυχής έως βλάσφημη. Η παρατήρησή μας αυτή δεν αφορά στον ίδιο τον Άγιο Ιωάννη της Κροστάνδης, επειδή εμείς θεωρούμε ότι αυτός στην επίμαχη Ομιλία του αναιρεί ουσιαστικά την ομοιοπαθητική τοποθέτησή του, όταν αναφέρεται συγκεκριμένα στα θαύματα του Χριστού και στο Μυστήριο της Κοινωνίας του Σώματος και του Αίματός Του. Χαρακτηρίζουμε την αναγωγή της ομοιοπαθητικής μεθόδου «ατυχή έως βλάσφημη», επειδή αυτή η μέθοδος προϋποθέτει ανεπίτρεπτα όχι μόνο την ασθένεια της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, αλλά και (αναπόφευκτα) την πρωτογενή αιτία της ασθένειας, που είναι η αρρώστια της προαιρέσεως, δηλαδή, η υπερηφάνεια του Προγονικού ζεύγους. Στην πραγματικότητα, με την ανάληψη της «χωρίς αμαρτίας» ανθρώπινης φύσεως υπό του Χριστού, η θεραπεία συνετελέσθη διά του ανομοίου, και ακριβέστερα, διά του παντελώς ανομοίου, διά της ακτίστου Θεότητος.
Σημαντική θεωρείται η επισήμανση των συγγραφέων ότι, όπως προκύπτει από τη μελέτη των διαφόρων βιβλίων φαρμακολογίας (Materia Medica) των ομοιοπαθητικών φαρμάκων, τα πλείστα από αυτά εκλύουν (παράγουν) συμπτώματα από την ψυχική σφαίρα, τα οποία είναι τυπικά της επιδράσεως πονηρών πνευμάτων· υποστηρίζουν, δηλαδή, ότι «η δυναμοποιημένη ύλη διεγείρει τα πάθη και καθιστά το πρόσωπο ευπρόσβλητο σε άμεσες δαιμονικές προσβολές, εις τρόπον ώστε όλες οι πνευματικές νόσοι, οι οποίες είναι γνωστές στην Εκκλησία, να συνδέονται με τα ομοιοπαθητικά φάρμακα».
Η μελέτη του βιβλίου αυτού, το οποίο υποστηρίζεται από πολύ μεγάλο αριθμό βιβλιογραφικών αναφορών και λεπτομερή αναδίφηση των πρωτότυπων πηγών, θεωρείται απαραίτητη για κάθε Ορθόδοξο Χριστιανό, ιδιαίτερα στις ημέρες μας, κατά τις οποίες η πνευματική σύγχυση, ακόμη και μεταξύ πολλών Ορθοδόξων Χριστιανών, είναι εμφανής.
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής Δογματικής του Τμήματος Θεολογίας,
της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Κωνσταντίνος Γ. Καρακατσάνης
τ. Καθηγητής Πυρινικής Ιατρικής
της Ιατρικής Σχολής του Α.Π.Θ.