ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η Β' Βατικανή Σύνοδος -21η Οικουμενική Σύνοδος, κατά την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία- εξαγγέλθηκε από τον πάπα Ιωάννη XXIII στις 25 Ιανουαρίου 1959. Πραγματοποίησε 178 συνεδριάσεις κατά τη διάρκεια τεσσάρων συναπτών ετών, πάντα το φθινόπωρο. Η πρώτη συνεδρία έλαβε χώρα στις 11 Οκτωβρίου 1962 και η τελευταία στις 8 Δεκεμβρίου 1965.
Η Β' Βατικανή Σύνοδος συγκλήθηκε και πραγματοποιήθηκε σε μία εποχή κατά την οποία ο κόσμος άλλαζε άρδην, "με κύρια χαρακτηριστικά το τέλος της αποικιοκρατίας, την ραγδαία εξάπλωση της εκβιομηχάνισης και τις πρωτοποριακές εξελίξεις στον τομέα των τηλεπικοινωνιών".[1] Η εκβιομηχάνιση, στις πρώην αγροτικές οικονομίες της Ιταλίας, της Ισπανίας και του Μεξικού, βοήθησε στην ανάπτυξη μίας νοοτροπίας "πιο δυναμικής, δημιουργικά ανήσυχης και πιο επιδεικτικής σε καινοτομίες, που προσιδιάζουν σε μία βιομηχανική οικονομία"[2]. Αυτή η νέα κατάσταση πραγμάτων σήμαινε πως η ίδια η Εκκλησίας βρισκόταν "αμυνόμενη και αδρανής ενώπιον ενός ραγδαία μεταβαλλόμενου κόσμου" [3]. Μεσούσης της συγκυρίας αυτής συγκλήθηκε η Β' Βατικανή Σύνοδος, ως απάντηση στις προκλήσεις των καιρών.
Στις εργασίες της Συνόδου συμμετείχαν περισσότεροι από δύο χιλιάδες επίσκοποι καθώς και ογδόντα παρατηρητές, μη-Ρωμαιοκαθολικοί, από τις κυριότερες χριστιανικές ομολογίες. Οι επίσκοποι προέρχονταν από διαφορετικές ηπείρους, συνολικά από 134 χώρες, από την Αφρική, την Ασία και την Κεντρική και Νότια Αμερική. Την Σύνοδο παρακολούθησαν επίσης 480 periti (θεολογικοί σύμβουλοι) καθώς και χίλιοι ανταποκριτές Τύπου απ' όλο τον κόσμο [4].
Καρπός των εργασιών της ήταν τέσσερα δογματικά συντάγματα, εννέα διατάγματα και τρεις διακηρύξεις. Το πέμπτο κατά σειρά από τα δεκαέξι Συνοδικά θεσπίσματα, που συνομολογήθηκαν, ήταν το Διάταγμα Περί Οικουμενισμού Unitatis Redintegratio [5] (Η Αποκατάσταση της Ενότητας). Επικυρώθηκε από την Σύνοδο στις 21 Νοεμβρίου 1964 και την ίδια ημέρα διακηρύχθηκε επισήμως από τον πάπα Παύλο VI.
Το UR, προϊόν μίας μακρόχρονης προσπάθειας επανα-προσανατολισμού αλλά και ταυτόχρονα έκφρασης μίας μάλλον αιφνιδιαστικής και εντυπωσιακής αλλαγής στάσης, ξεχωρίζει, μαζί με το Περί Εκκλησίας Σύνταγμα (Lumen Gentium [6]), από το σύνολο των Συνοδικών θεσπισμάτων, για τις καινοτόμες εκκλησιολογικές τοποθετήσεις τους. Οι συντάκτες και υπογράφοντες το UR απέβλεπαν σε κάτι πολύ περισσότερο από μία απλή επαναδιατύπωση παλαιοτέρων παπικών εγκυκλίων ή μία επαναπροσφορά των τετριμμένων διατυπώσεων του Τριδέντου. Αγωνίζονταν για ένα πλήρη επανα-προσανατολισμό της νοοτροπίας των ρωμαιοκαθολικών σε σχέση με τους άλλους Χριστιανούς. Εν πολλοίς, πέτυχαν τον σκοπό τους. Ο τρόπος, που απεικονίζεται και περιγράφεται στο UR η Εκκλησίας και η ενότητά της, επέτρεψε την διατύπωση ορισμένων τοποθετήσεων από την Ρωμαιοκαθολική magisterium, οι οποίες πρωτύτερα θα ήταν αδιανότητες [7].
Δεν θα ήταν υπερβολή να τονίσουμε ότι η νέα αυτή εκκλησιολογική αντίληψη, προσχεδιασμένη ως προς τις οικουμενικές κατευθύνσεις και ευαισθησίες της [8], είναι το ερμηνευτικό "κλειδί" για το νόημα της Β' Βατικανής Συνόδου, καθώς αποτελεί την κοινή συνιστώσα όλων των θεσπισμάτων και διδαχών της Συνόδου [9]. Ο πρωτεύων ρόλος του οικουμενισμού σε συνοδικά κείμενα-κλειδιά είναι προφανής, όχι μόνο στα κείμενα καθαυτά, αλλά επίσης και στις πηγές τους. Εκτός από το UR, τα δύο πιο αμφιλεγόμενα και καινοφανή κείμενα που παρήγαγε η Β' Βατικανή Σύνοδος, τα κείμενα Nostra Aetate και Dignitatis Humanae, ήταν στην αρχική μορφή τους τα κεφάλαια τέσσερα και πέντε του αρχικού συνοδικού προσχεδίου De Oecumenismo, που αργότερα αποκρυσταλλώθηκε ως UR [10]. Ακόμη και το LG, ορόσημο στην ιστορία του Ρωμαιο-καθολικισμού, περιλαμβάνει δεσμευτικές αποφάσεις, οι οποίες είτε διατυπώνονται συνοπτικά είτε αναπτύσονται διεξοδικά στο πρώτο κεφάλαιο του UR [11]. Είναι επομένως προφανές ότι το UR κατέχει κεντρική θέση ανάμεσα στα διατάγματα της Συνόδου, αν όχι την πρωτεύουσα στο βαθμό που "δίνει τον τόνο" και εκφράζι το "πνεύμα της Β' Βατικανής Συνόδου".
Το γεγονός ότι έλαβε χώρα ένα είδος εκκλησιολογικής αποκατάστασης στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το παραδέχονται ακόμη και οι πιο ένθερμοι θιασώτες της Συνόδου [12]. Χωρίς αμφιβολία κάτι νέο προέκυψε: μία νέα στάση και, ακόμη καλύτερα, μία νέα αντίληψη και κατανόηση της Εκκλησίας (σε σχέση με την μέχρι τούδε επικρατούσα)[13]. Παρ’ όλους τους ισχυρισμούς του καρδιναλίου Kasper περί συνεχείας της Ρωμαιοκαθολικής θεολογίας του 19ου και 20ου αιώνος στους θεολόγους Mohler και Newman, και στους πάπες Λέοντα XIII, Βενέδικτο XV, Πίο XI και Πίο XII, [14] το Unitatis Redintegratio ομολογείται αλλού από τον ίδιο Καρδινάλιο ότι είναι μία καθαρή ρήξη με τις εγκυκλίους του Λέοντος XIII Satis Cognitum και του Πίου XI Mortalium Animos [15]. Πράγματι, το περί οικουμενισμού Διάταγμα αντιπροσωπεύει μία ρήξη όχι μόνο με το πρόσφατο παρελθόν της Ρωμαιοκαθολικής θεολογίας, αλλά και με έναν τόσο σπουδαίο για την θεολογία των Λατίνων στοχαστή, όπως είναι ο ιερός Αυγουστίνος Ιππώνος.
Ασφαλώς μία αναλυτική θεώρηση του πώς επήλθε αυτός ο προσανατολισμός θα υπερέβαινε το πλαίσιο της παρούσας εργασίας. Μπορούμε ωστόσο να ισχυρισθούμε ότι η νεοφανής εκκλησιολογία δεν ήταν ούτε κατάφωρη ανατροπή σε επίπεδο δόγματος ούτε και κάποια ουδέτερη δογματική εξέλιξη· απεναντίας ήταν μία επαναστατική εκ των ἔσω ανάπτυξη, η οποία κατόπιν προωθήθηκε εκ των άνω [16].
Ο καρδινάλιος Kasper παραδέχεται πως το UR «ανέτρεψε την στενή μετα-Τριδέντεια αντι-Μεταρρυθμιστική θεώρηση της Εκκλησίας», αλλά ισχυρίζεται πὼς δεν ήταν αυτό «μοντερνισμός», αλλά μία επιστροφή στην «Βιβλική, Πατερική και πρώιμη μεσαιωνική παράδοση» [17]. Σε άλλο σημείο ο Kasper διατείνεται πως «το Unitatis Redintegratio αναφέρεται στην ομολογία πίστεως της Εκκλησίας και στις αρχαίες Συνόδους»[18].
Στις δεκαετίες που προηγήθηκαν της Β΄ Βατικανής Συνόδου, δύο βασικές αντιλήψεις κυριαρχούσαν στους κόλπους του Ρωμαιοκαθολικισμού. Ενώ διαδίδονταν παράλληλα, εν τούτοις ήταν ουσιαστικά αντίθετες μεταξύ τους ως προς την εκκλησιολογία και το κίνημα για την ένωση των Χριστιανών. Από τη μία πλευρά, στο πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνος με σπάνιες μόνον και επιφανειακές εξαιρέσεις, η ηγεσία του Βατικανού τηρούσε ασυμβίβαστη και πολεμική στάση έναντι της Οικουμενικής κίνησης με εξαιρετική καχυποψία προς τους θεολόγους που συμμετείχαν σ’ αυτή [19]. Αυτή ήταν η «επίσημη» τοποθέτηση· είχε ως σημεία αναφοράς την Σχολαστική [20] και αντι-Μεταρρυθμιστική θεολογία και εκφραζόταν με όρους, όπως «η αληθινή εκκλησία» και η «επιστροφή των αποστατών». Η στάση αυτή εκφράστηκε στην παπική εγκύκλιο Mortalium Animos του πάπα Πίου XI το 1928, η οποία καταδίκασε τις επικρατούσες στην Οικουμενική Κίνηση εκκλησιολογικές θέσεις και απαγόρευε οποιαδήποτε ανάμειξη των Ρωμαιοκαθολικών. Ο Πίος ΧΙ κατέστησε σαφές ότι η χριστιανική ενότητα ήταν ζήτημα επιστροφής και όχι αμοιβαίας συμφιλίωσης· επιστροφή των απολωλότων προβάτων και όχι εκπλήρωση μίας υπάρχουσας μεν, αλλά ατελούς κοινωνίας. «Η ενότητα των Χριστιανών μπορεί να επιτευχθεί μόνον με την επιστροφή στην Μία Αληθινή Εκκλησία του Χριστού εκείνων, οι οποίοι αποχωρίστηκαν απ’ αυτήν» [21].
Αυτή ήταν αναμφίβολα η πάγια στάση της Ρώμης, η οποία και διατηρήθηκε στις δεκαετίες του ’40 και ’50, όταν είχε απαγορευτεί σε Ρωμαιοκαθολικούς παρατηρητές να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, που έλαβαν χώρα στο Άμστερνταμ το 1948 και το Έβανστον το 1954. Η στάση αυτή άρχισε να χαλαρώνει κάπως μόλις το 1949 με την εγκύκλιο Ecclesia Catholica, που άφηνε περιθώρια για περιορισμένα και ελεγχόμενα οικουμενικά ανοίγματα.
Ωστόσο πίσω από την επίσημη αυτή επίφαση αδιαλλαξίας, ήδη από την δεκαετία του 1920 και εντεύθεν, αναπτυσσόταν ένα ολοένα και περισσότερο διογκούμενο ρεύμα δυσαρέσκειας και επιθυμίας για μία νέα προσέγγιση. Στην Γαλλία εύρισκε μεγάλη απήχηση μία νέα τάση, η νέα αντίληψη της Εκκλησίας ως «Θεανθρώπινης ενώσεως» όλων των Χριστιανών με τον Ιησού Χριστό. Παρ᾽ ότι η αρχική αυτή απόπειρα μεταρρύθμισης στην θεολογία δεν επέφερε την ανατροπή της αντίληψης για την εκκλησία με τα χαρακτηριστικά ενός νομικού μοντέλου, το οποίο αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του σχολαστικισμού, ωστόσο «στα τέλη της δεκαετίας του ’30 αναδύθηκε μία νέα δυναμική που ευνοούσε την εξάπλωση του λεγόμενου «βιταλισμού»»[22]. Οι θεολόγοι αυτού του ρεύματος στην Γαλλία ήταν πεπεισμένοι πως «ο μόνος τρόπος να προσελκυστούν οι μη-Ρωμαιοκαθολικοί στην Εκκλησία ήταν η απεικόνισή της με όρους της ζωτικής (vital) αρχής, ενός ζώντος οργανισμού» [23]. Απ’ αυτή την τάση ξεπήδησε ένα νέο κίνημα, που αργότερα έγινε γνωστό ως «nouvelle theologie» (νέα θεολογία) [24].
Η nouvelle theologie ήταν μία δυναμική κίνηση θεολόγων, κυρίως στη Γαλλία, αλλά και στο Βέλγιο και την Γερμανία, οι οποίοι ήταν αναμφίβολα «οικουμενικοί» στη θεώρησή τους, και εργάζονταν για την μεταρρύθμιση με την έννοια της επιστροφής στις πηγές – «sources», εξ ου και ο όρος ressourcement. Η ressourcement, σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε ο Γάλλος Δομινικανός θεολόγος Yves Congar, ένας εκ των ηγετικών μορφών του κινήματος, ήταν μία «επανεξέταση των θεμελιωδών, πάγιων, πηγών της θεολογίας: της Βίβλου, των Λειτουργικών Κειμένων και των Πατέρων…» [25]. Ο σκοπός αυτού του νέου ρεύματος ήταν: να ανακτηθεί ό,τι είχε λησμονηθεί ή παραβλεφθεί στον ρου της ιστορίας, να ενεργοποιηθεί μία θεολογική ανανέωση, να κινηθεί πέρα του σχολαστικισμού, να συνδεθεί περισσότερο με την σύγχρονη πραγματικότητα, να επιστρέψει στους Πατέρες της Εκκλησίας και να αποσαφηνίσει την σχέση ανάμεσα στην φύση και τη Χάρη [26].
Οι ανανεωτικοί αυτοί θεολόγοι απέρριπταν μεν την κυριαρχία του Θωμισμού ως συστήματος, επιζητούσαν όμως «μία επιστροφή στον Θωμά Ακινάτη του 13ου αιώνος, στην περίοδο των Πατέρων – και μέσω των Πατέρων της Εκκλησίας, στην Βίβλο και τα Λειτουργικά Κείμενα»[27]. Παράλληλα με αυτό το κίνημα και ως απόρροια αυτού αναπτύχθηκε αυτό που ο Guardini ονόμασε μία «αφύπνιση της Εκκλησίας στην ψυχή» [28], η οποία, σε θεολογικό επίπεδο, μεταφράστηκε με την μορφή μίας κίνησης για την ανακαίνιση της εκκλησιολογίας. Η νέα αυτή προοπτική ήταν η «ανεπίσημη», «υπόγεια» φωνή του Ρωμαιοκαθολικισμού, που έμελλε να γίνει η ευρείας αποδοχής επικρατέστερη άποψη, τόσο κατά την διάρκεια όσον και μετά το πέρας της Β΄ Βατικανής Συνόδου [29].
Οι ηγετικές μορφές αυτού του ρεύματος ήταν οι θεολόγοι Maurice Blondel (1861-1949), Pierre Teilhard de Chardin (1881-1955), Marie-Dominique Chenu (1895-1990), Henri de Lubac (1896-1991), Yves Congar (1904-1995), Karl Rahner (1904-1984), Hans Urs von Balthasar (1905-1998), Jean Daniélou (1905-1974), Louis Bouyer (1913-2004), Edward Schillebeeckx (1914-2009), Hans Küng (1928-), Jean Mouroux (1901-1973) και Joseph Ratzinger (1927-) [30].
Η μεγάλη ευκαιρία για τους εν λόγω θεολόγους ήλθε, όταν οι περισσότεροι εξ αυτών προσκλήθηκαν από τον πάπα Ιωάννη ΧΧΙΙΙ και τους επισκόπους για να υπηρετήσουν ως periti (θεολόγοι εμπειρογνώμονες, σύμβουλοι των επισκόπων) κατά την Β΄ Βατικανή Σύνοδο. Χάρη στην δική τους επιρροή, «η Ρωμαιοκαθολική παράδοση της μεταρρύθμισης έφθασε στην πληρέστερη έκφρασή της στην Β΄ Βατικανή Σύνοδο» [31]. Κατά κοινή ομολογία, οι θεολόγοι «ήταν οι σχεδιαστές των μεγάλων μεταρρυθμίσεων που εγκαινιάστηκαν στην Β΄ Βατικανή» [32]. Η συμβολή τους χαρακτηρίστηκε «αξιοσημείωτη… Οι επίσκοποι της Β΄ Βατικανής Συνόδου είχαν επίγνωση της σπουδαιότητας των θεολόγων» [33]. Η Σύνοδος αναγνώρισε επισήμως τις επί δεκαετίες εργώδεις προσπάθειές τους για την αναμόρφωση της θεολογίας, ιδιαιτέρως δε της εκκλησιολογίας [34].
Στην συνείδηση όμως όσων αρνούνταν την νέα θεολογία που εκφράστηκε στην Β΄ Βατικανή Σύνοδο, λόγω της αποκλίσεώς της από την παραδοσιακή (μετα-Τριδέντια) θεολογία των Λατίνων, η επιρροή των θεολόγων στα διατάγματα της Συνόδου ισοδυναμούσε με αίρεση [35]. Καταγγέλλουν πως η νέα εκκλησιολογία που υιοθέτησε η Σύνοδος, ιδιαιτέρως η προσέγγισή της προς τον οικουμενισμό, ερχόταν σε ευθεία αντίθεση προς τα οικουμενικά διδάγματα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας [36]. Ειδικότερα επισημαίνουν πως η νέα αντίληψη, που ενσωματώθηκε στο UR και εκφράστηκε από θεολόγους όπως ο Yves Congar – σύμφωνα με την οποία η ενότητα δεν ήταν πλέον ζήτημα επιστροφής στην μία αληθινή Εκκλησία αλλά ζήτημα αμοιβαίας συμφιλίωσης – ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την προαναφερθείσα εγκύκλιο Mortalium Animos του πάπα Πίου XI. Η στάση της Συνόδου «δεν είναι οικουμενική, επειδή απηχεί την πάγια και καθολική διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά επειδή βάσισε τις θεωρήσεις της σε μία καθαρά οικουμενική βούληση, τελείως αβάσιμη και η οποία καταδικάζεται απ’ όλη την προγενέστερη αυθεντική εκκλησιαστική διδασκαλία (magisterium)» [37].
Οι υπέρμαχοι της Συνόδου απάντησαν στις κριτικές αυτές με τα λόγια του καρδινάλιου Walter Kasper: «Θα ήταν σφάλμα να ερμηνεύσουμε την Β΄ Βατικανή Σύνοδο, ιδιαιτέρως δε το περί Οικουμενισμού Διάταγμα, ως μία ρήξη με την Παράδοση. Στην πραγματικότητα, ένας από τους σημαντικότερους λόγους για την σύγκληση αυτής της Συνόδου ήταν μία ressourcement, μία επιστροφή στις πηγές• η Σύνοδος αναμετρήθηκε με μία «εκ νέου πραγματοποίηση» της Παραδόσεως, με την έννοια του aggiornamento...[38].
Η περιγραφή του Kasper αποκαλύπτει πόσο βαθύ ήταν το αποτύπωμα της nouvelle theologie στην Β΄ Βατικανή. Τόσο οι θιασώτες όσο και οι επικριτές της Συνόδου συμφωνούν στο ότι «οι θεολογικοί στόχοι… των μεταρρυθμιστών θεολόγων εκπληρώθηκαν στην Β΄ Βατικανή Σύνοδο» [39]. Από την Ορθόδοξη οπτική γωνία ωστόσο εγείρονται σημαντικά ερωτήματα, όπως: Σε ποιες πηγές επέστρεψαν; Ποια ερμηνεία αυτών των πηγών έδωσαν και σε ποια βάση – ποια εμπειρία – στήριξαν την ερμηνεία τους; Επίσης, πώς μπορεί η Παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας «να πραγματοποιηθεί εκ νέου», ενώ την χωρίζουν αιώνες, εξ αιτίας του μετα-Τριδέντειου διαλείμματος της αντι-Μεταρρύθμισης, όταν το ίδιο το νόημα της Παραδόσεως είναι η μετάδοση από γενιά σε γενιά, και μάλιστα η προφορική;
Πράγματι είναι αξιοσημείωτο, αλλά και αποκαλυπτικό του βαθμού των ανατροπών που έλαβαν χώρα, το γεγονός πως στα χρόνια πριν από την σύγκληση της Συνόδου πολλοί απ’ τους ίδιους αυτούς θεολόγους περιλαμβάνονταν στην «μαύρη λίστα» του Βατικανού: Karl Rahner, John Courtney Murray [40], Yves Congar, Edward Schillebeeckx, Henri de Lubac, Hans Urs von Balthasar και Ιωσήφ Ράτζινγκερ· όλοι τους σε κάποια προηγούμενη χρονική περίοδο ήταν σεσημασμένοι ως «ύποπτοι» για αίρεση [41]. Όμως τώρα, στην Β΄ Βατικανή Σύνοδο, οι ίδιοι αυτοί έγιναν ξαφνικά ευυπόληπτοι και υψηλά ιστάμενοι σύμβουλοι των επισκόπων, ιδιαίτερα χρήσιμοι για την διαμόρφωση της θεολογίας της Συνόδου και της Εκκλησίας των μετέπειτα γενεών.
Είναι σημαντικό, προκειμένου να τοποθετήσουμε στην σωστή ιστορική της θέση την Σύνοδο, να λάβουμε υπ’ όψιν την φράση του τότε καρδιναλίου Ιωσήφ Ράτζινγκερ και πρώην πάπα Βενεδίκτου XVI, ο οποίος σαράντα χρόνια αργότερα περιέγραψε τις τέσσερις δεκαετίες προ της Συνόδου (1920-1960) ως «μεστές ζυμώσεων και ελπίδων», οι οποίες οδήγησαν την Σύνοδο να καθιερώσει «τα θεολογικά ρεύματα και τις τάσεις» της νέας αφύπνισης και της νέας θεολογίας «ως μέρος της κληρονομιάς όλης της Εκκλησίας» [42]. Κατά την διάρκεια όμως της περιόδου εκείνης των τεσσάρων δεκαετιών η τότε ηγεσία του Βατικανού έβλεπε στα ίδια αυτά θεολογικά ρεύματα και τάσεις, σημεία της «αιρέσεως του μοντερνισμού» [43].
Δεν χωράει αμφιβολία ότι η Β΄ Βατικανή Σύνοδος υπήρξε γεγονός ιστορικής σημασίας για τους Ρωμαιοκαθολικούς. Στην καρδιά της Συνόδου αυτής ήταν η nouvelle theologie, τόσο ως κίνημα με τους κύριους αντιπροσώπους της να συμμετέχουν υπό την ιδιότητα των εμπειρογνωμόνων θεολόγων, αλλά και ως ένα νέο πνεύμα, μία νέα αντίληψη [44] με σαφή οικουμενική προοπτική, που ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με προηγούμενα παπικά διατάγματα. Η σφραγίδα αυτής της προοπτικής βρίσκεται σε όλα τα επίσημα κείμενα, ιδιαίτερα δε στο UR – που από μόνο του υπήρξε ένα ορόσημο, θα λέγαμε η διαχωριστική γραμμή της ρήξης με το θεολογικό παρελθόν του Ρωμαιοκαθολικισμού. Διότι με το εν λόγω Διάταγμα, σε συνδυασμό με το Περί Εκκλησίας Σύνταγμα (LG), εγκαινιάστηκε μία νέα εκκλησιολογία.
________________________________________
[1] Bulman, Raymond F., “Vatican Council II (1962-1965)”, στο “Encyclopedia of the Vatican and Papacy, ed. Frank J. Coppa, έκδ. Greenwood Press, Westport, Conn. 1999, σ. 429.
[2] Martina Giacomo, “The Historical Context in Which the Idea of a New Ecumenical Council was Born”, στο έργο Vatican II: Assessment and Perspectives, ed. Rene Latourelle, έκδ. Paulist Press, New York 1988-1989, 10, 13, όπως παρατίθεται στο Bulman, Raymond F., “Introduction: The Historical Context, στο From Trent to Vatican II: Historical and Theological Investigations, ed. Raymond Bulman and Frederick J.Parella, έκδ. Oxford University Press, Oxford, U.K 2006, σ. 9.
[3] Ό.π.
[4] Walsh, Michael J., “The History of the Council,” στο Modern Catholicism: Vatican II and After, ed. Adrian Hastings, έκδ. Oxford University Press, New York 1991, σ. 36.
[5] Εφεξής, όπου απαντά στην παρούσα εργασία ο όρος Unitatis Redintegratio, θα αναφέρεται με την συντομογραφία UR.
[6] Εφεξής, όπου απαντά στην παρούσα εργασία ο όρος Lumen Gentium, θα αναφέρεται με την συντομογραφία LG.
[7] Feiner, Johannes, “Commentary on the Decree” στο Commentary on the Documents of Vatican II, Volume II, έκδ. Burns and Oats Limited, London 1968, σ. 69. Όπως θα δούμε στην συνέχεια, η απεικόνιση της Εκκλησίας που σκιαγραφείται στο άρθρο 3 του κεφ. 1, έδωσε το έναυσμα για τις αξιοσημείωτες θέσεις σχετικά με τους μη-Καθολικούς στο άρθρο 4 και εντεύθεν.
[8] Στην εναρκτήρια ομιλία του στην δεύτερη συνεδρίαση της Συνόδου, στις 29 Σεπτεμβρίου 1963, ο πάπας Παύλος δήλωσε τα εξής: «Ποια στάση θα υιοθετήσει η Σύνοδος έναντι της πληθώρας των αδελφών οι οποίοι είναι χωρισμένοι από εμάς… τι θα πράξει; Η ερώτηση είναι σαφής. Η ίδια αυτή η Σύνοδος γι’ αυτό τον σκοπό έχει συγκληθεί», (πρβ. Vaticanum Secundum, II, σ. 69). Αντιστοίχως, ο W. Visser’t Hooft, επικεφαλής του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών κατά την περίοδο συγκλήσεως της Συνόδου δήλωσε στην έκθεσή του προς την Κεντρική Επιτροπή του ΠΣΕ ότι: «ένας από τους λόγους πραγματοποιήσεως της Συνόδου ήταν η ύπαρξη της Οικουμενικής κίνησης» (Die Zeichen der Zeit 20 [1966], σ. 197.
[9] Ο καρδινάλιος Walter Kasper, αναφερόμενος στην δήλωση που έκανε ο πάπας Παύλος στην έναρξη της δεύτερης συνεδρίασης, ότι ένας απ’ τους σκοπούς συγκλήσεως της Συνόδου ήταν η οικουμενική προσέγγιση, δήλωσε ότι, «Αν δοθεί η δέουσα σημασία στην δήλωση αυτή, όλα τα κείμενα της Συνόδου οφείλουν να αναγνωστούν υπό το πρίσμα μίας οικουμενικής προοπτικής». Βλ. Cardinal Walter Kasper, “The Fortieth Anniversary of the Vatican Council II Decree Unitatis Redintegratio,” Information Service of the Pontifical Council for Promoting Unity, Vatican City 2004, No. 115, σ. 19.
[10] Walter M. Abbot, S.J. (General Editor), The Documents of Vatican II, έκδ. Corpus Books, New York/Cleveland 1966, σσ. 660, 672.
[11] Kasper, Walter, That They May All Be One, έκδ. Burns and Oats, London 2004, σ. 9.
[12] Ο Karl Rahner είπε ότι «η Β’ Βατικανή ήταν μία Σύνοδος επικεντρωμένη στην εκκλησιολογία περισσότερο από κάθε άλλη Σύνοδο στο παρελθόν. Πρότεινε μία νέα εικόνα της Εκκλησίας…» (Rahner, ‘The New Image of the Church,’ μετάφ. David Bourke, έκδ. Darton, Longman & Todd, London 1973, σσ. 3-29 (σ. 4)). Ο Yves Congar είπε ότι «Η Β΄ Βατικανή Σύνοδος ήταν μία σύνοδος μεταρρύθμισης. . . Θά μπορούσε κάποιος εύλογα να πεί ότι αυτή σηματοδοτεί το τέλος της αντί-Μεταρρύθμισης. . .[η Σύνοδος] ήταν ανοιχτή σε οικουμενική προσέγγιση σε έναν πλουραλιστικό κόσμο» (Congar, Marin Luther sa foi, sa reforme etudes de théologie historique, Cogitatio Fidei, 119, Cerf, Paris 1983), σ. 79.) Βλ. επίσης: Kasper, Walter, “The Decree on Ecumenism – Read Anew After Forty Years,” Pontifical Council for Promoting Christian Unity, Conference on the 40th Anniversary of the Promulgation of the Conciliar Decree “Unitatis Redintegratio,” Rocca di Papa, Mondo Migliore, 11, 12 and 13 November 2004.
[13] Kasper, That They May All Be One, p. 9. See also: Kasper, “The Decree on Ecumenism – Read Anew After Forty Years.”
[14] Kasper, ό.π.
[15] Βλ: Reflections by Cardinal Walter Kasper: Nature and Purpose of Ecumenical Dialogue, http://www.vatican.va/roman_curia/pontifical_councils/chrstuni/subindex /index_card-kasper.htm)
[16] Ο Paul Lakeland, στην εισαγωγή του στα κείμενα του Yves Congar, απροκάλυπτα χαρακτηρίζει τις αλλαγές, που επήλθαν στο πλαίσιο της Β΄ Βατικανής, ως μία «θεολογική επανάσταση», η οποία σάρωσε το υπερβολικά βατικανοκεντρικό, νεοσχο-λαστικό και ανοιχτά μισάνθρωπο ύφος της Ρώμης του 19ου αιώνος. (Lakeland, Paul, Yves Congar: Essential Writings, έκδ. Orbis, Maryknoll, NY 2010, σ. 13.)
[17] Kasper, “The Decree on Ecumenism – Read Anew After Forty Years.”
[18] Kasper, “Fortieth Anniversary,” p. 21. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί είναι κάποιες από τις θέσεις που η παρούσα διατριβή προτίθεται να εξετάσει με κριτική ανάλυση.
[19] Ο Yves Congar είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων «υπόπτων». Χειροτονήθηκε ιερέας στο τάγμα των Δομηνικανών το 1930 και, εξ αρχής, είχε οικουμενικές ευαισθησίες και στόχους. Το 1937 εξέδωσε το έργο Divided Christendom: A Catholic Study of the Problem of Reunion – ένα βιβλίο πρωτοποριακό για τις αρχές ενός Καθολικού οικουμενισμού. Το έργο αυτό τον κατέστησε αμέσως ύποπτο για το Βατικανό, διότι εκεί ο Congar ισχυριζόταν ότι οι χωρισμένες χριστιανικές κοινότητες είχαν διατηρήσει στοιχεία χριστιανικότητας πιο ζωτικά απ’ όσο τα είχε διατηρήσει η Καθολική εκκλησία – και κατά συνέπεια, μία πιθανή επανένωση έμελλε να φέρει έναν ποιοτικό όσο και ποσοτικό εμπλουτισμό στην εκκλησία. (Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η ιδέα αυτή ενσωματώθηκε αργότερα στο Περί Οικουμενισμού Διάταγμα (UR 4) και σήμερα αποτελεί θέση ευρείας αποδοχής για τους Ρωμαιοκαθολικούς. Πρβλ. επίσης την παπική εγκύκλιο Ut Unum Sint του πάπα Ιωάννου Παύλου II (UUS, 14, 28, 57). Στην παράγραφο 14, γράφει τα εξής ο πάπας Ιωάννου Παύλος II: «Τα στοιχεία της ήδη δεδομένης αυτής Εκκλησίας υπάρχουν στην πληρότητά τους στην Καθολική Εκκλησία και, χωρίς αυτή την πληρότητα, στις άλλες Κοινότητες όπου κάποια χαρακτηριστικά του χριστιανικού μυστηρίου έχουν, κατά περιόδους, διατηρηθεί με μεγαλύτερη έμφαση» (έμφαση του γράφοντος). Βλ. επίσης: Kasper, “The Decree on Ecumenism – Read Anew After Forty Years,” κεφάλαιο II, παράγραφος 5.) Το 1950 ο Congar έγραψε άλλο ένα έργο οικουμενικής σημασίας, με τίτλο Vraie et fausse reforme dans l’Eglise, ως μία απάντηση στα αιτήματα για ανανέωση που απηχούσαν τα δημιουργικά, μεταπολεμικά χρόνια στην Καθολική Γαλλία. Όμως αυτό το βιβλίο, που όριζε τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια για μεταρρύθμιση χωρίς σχίσμα, τον έβαλε στο στόχαστρο. Απαγορεύτηκε η κυκλοφορία της μετάφρασής του και τον Φεβρουάριο του 1954, απαγορεύτηκε στον ίδιο τον π. Congar να διδάσκει. Τον απέβαλαν από την σχολή Le Saulchoir και εξορίστηκε μαζί με συναδέλφους του - συγκεκριμένα τον π. Marie-Dominique Chenu (το βιβλίο του οποίου, A School of Theology: Le Saulchoir, απαγορεύτηκε και εντάχθηκε στον κατάλογο Index των απαγορευμένων βιβλίων το 1942), τον π. Henri-Marie Feret και τον π. Pierre Boisselot. Όλα τα μετέπειτα γραπτά του π. Congar λογοκρίθηκαν εκ των προτέρων. (Βλ. Gabriel Flynn, Yves Congar's Vision of the Church in a World of Unbelief, έκδ. Ashgate, Burlington, VT 2004 σ. 10). Μ’ όλα ταύτα τον Ιούνιο του 1960 όλα άλλαξαν για τον Congar: τότε απροσδόκητα διορίστηκε σύμβουλος στην θεολογική προπαρασκευαστική επιτροπή, που προετοίμασε τα δογματικά κείμενα για την Σύνοδο. Ακολούθως, η συμβολή του στην Σύνοδο θα απέβαινε εξαιρετικά μεγάλης σημασίας και κρισιμότητας, ιδίως σε ό,τι αφορά την ανατροπή των δεδομένων για την υπόθεση του οικουμενικού προσανατολισμού.
[20] Ο πάπας Πίος 10oς, στην εγκύκλιό του Pascendi, υποστήριξε ότι η θεραπεία για τον μοντερνισμό ήταν ο Σχολαστικισμός και, ειδικότερα, ο Θωμάς Ακινάτης.
[21] Pius XI, Mortalium Animos, January 7, 1928.
[22] Flynn, Gabriel, Yves Congar’s Vision of the Church in a World of Unbelief, έκδ. Ashgate, Burlington, VT 2004, σσ. 33-34.
[23] Flynn, Yves Congar’s Vision, σ. 34.
[24] Η έκφραση “nouvelle theologie” είναι έννοια πολύ-νοηματική: ένα έμβλημα που αντιπροσωπεύει μία ποικιλία ενορατικών προσεγγίσεων, οι οποίες μοιράζονται τον ίδιο στόχο της αποκατάστασης της σχέσης επικοινωνίας μεταξύ θεολογίας και ζωντανής πίστεως και, συνακόλουθα, με τις πηγές της Πίστεως. Οι θεολόγοι της κινήσεως προτιμούσαν γενικώς να την ονομάζουν “ressourcement”, γαλλική λέξη που σημαίνει την επιστροφή στις πηγές.
[25] Congar, Yves, La Foi et la Théologie dogmatique, 1 (Tournai: Desclée, 1962), σ. 271, στο έργο του Gabriel, Yves Congar’s Vision, σ. 28.
[26] Flynn, Yves Congar’s Vision, σ. 34
[27] Mettepenningen, Jürgen, Nouvelle Théologie, New Theology: Inheritor of Modernism, Precusor of Vatican II, έκδ. T & T Clark International, New York 2010, σ. 142
[28] Guardini, R., Vom Sinn der Kirche (1922), σ. 1, παρατίθεται στο Commentary on the Documents of Vatican II, Volume II, έκδ. Burns and Oats Limited, London 1968, σ 1.
[29] Ο Mettepenningen διευκρινίζει στο Nouvelle Theologie: «Τήν ‘ressourcement’ του Θωμισμού ακολούθησε μία θεολογική ‘ressourcement’• και την γαλλόφωνη εμφύτευση της nouvelle theologie ακολούθησε μία περίοδος εσωτερίκευσης που παρήγαγε μία ευρύτερη υποστηρικτική βάση για την αφομοίωση των κεντρικών σημείων της nouvelle theologie κατά την διάρκεια της Β΄ Βατικανής Συνόδου» (σ. 143).
[30] Οι θεολόγοι της “Nouvelle Theologie” παρά την κοινή θεώρησή τους σε πολλά ζητήματα, είχαν διαφορετικές απόψεις για το πώς έπρεπε να προχωρήσει και επεκταθεί η ανανέωση της εκκλησίας. Η ποικιλία αυτών των θέσεων έγινε προφανέστατη μετά από την Β΄ Βατικανή Σύνοδο, με την έκδοση δύο διαφορετικών διεθνών θεολογικών επιθεωρήσεων: Concilium και Communio. Συγκεκριμένα το 1965 ξεκίνησε η κυκλοφορία του Concilium από τους Marie-Dominique Chenu, Yves Congar, Karl Rahner, Edward Schillebeeckx και Hans Kung, μεταξύ άλλων. Το Communio κυκλοφόρησε το 1972 με την συνεργασία των Hans Urs von Balthasar, Herni de Lubac, Joseph Ratzinger, Walter Kasper, Louis Bouyer, και άλλων. Από τα δύο προαναφερθέντα έντυπα το Concilium χαρακτηρίστηκε ως πιο «φιλελεύθερο» στην θεολογική του προσέγγιση.
[31] Flynn, Yves Congar’s Vision, σ. 61. Βλ. Latourelle, Rene, ‘Introduction,’ στο Latourelle, Vatican II: Assessment and Perspectives, I, σσ. XV-XIX.
[32] Swidler, Leonard, ‘The Context: Breaking Reform by Breaking Theologians and Religious,’ in The Church in Anguish: Has the Vatican Betrayed Vatican II?, ed. by Hans Kung and Swidler, έκδ. Harper and Row, San Francisco 1987, σσ. 189-192 (σ. 189), όπως αναφέρεται στον Gabriel, Yves Congar’s Vision, σ. 57.
[33] Congar, Yves, Le Theologien dans l’Eglise aujourd’hui, σ. 12, as quoted in Gabriel, Yves Congar’s Vision, σ. 57.
[34] Βλ: Mettepenningen, Nouvelle Théologie. «Η επιρροή τους, όπως μπορούμε να δούμε από τις acta της Συνόδου και τα ποικίλα Συνοδικά ημερολόγια, αποδείχθηκε εξόχως σημαντική» (σ. 6). Βλ. επίσης: Guarino, Thomas G., Foundations of Systematic Theology. έκδ. T&T Clark, New York 2005), σ. 288. «Τα ονόματα που συνδέονται μ’ αυτή την κίνηση . . . επρόκειτο εν τέλει να δώσουν την ὤθηση για ορισμένες από τις σημαντικότερες θεολογικές θέσεις της Β΄ Βατικανής».
[35]Για μία διεξοδική κριτική της Β΄ Βατικανής απ’ αυτή την άποψη, βλ.: Amerio, Romano, Iota Unum: A Study of the Changes in the Catholic Church in the Twentieth Century, έκδ. Sarto House, Kansas City 1996).
[36] Lanterius, “The Dogma of Ecumenism,” in Si Si, No No, June 2005, Vol. XXVIII, No. 6, Fr. Du Chalard, μετάφ., Angelus Press, Kansas City, MO.
[37] Fr. de La Rocque, “Le presuppose oecumenique de Lumen Gentium” in Penser Vatican II quarante ans apres: Actes du VI Congres Theologique de si si no no, Rome, January 2004, έκδ. Courrier de Rome, σσ.307-08
[38] Βλ. Kasper, The Fortieth Anniversary, σ. 21 (έμφαση του γράφοντος).
[39] Flynn, Yves Congar’s Vision, σ. 53.
[40] Ο John Courtney Murray (1904–1967) ήταν αρχισυντάκτης των περιοδικών America και Theological Studies. Το 1954, μετά από μία δεκαετία δημοσιευμάτων για ζητήματα θεολογικής ελευθερίας και σχέσεων εκκλησίας-πολιτείας, του δόθηκε άνωθεν εντολή, από το Βατικανό, να σταματήσει να αρθρογραφεί για τέτοια ζητήματα, εξ αιτίας αντιρρήσεων από την Κουρία της Ρώμης, που θεωρούσε τις θέσεις του ανορθόδοξες. Δέκα χρόνια αργότερα, ωστόσο, επί ποντίφικος Ιωάννη XXIII, τον προσκάλεσαν για να συμμετάσχει στην Β΄ Βατικανή Σύνοδο ως ειδικός στο ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας. Έτσι, αυτός ήταν υπεύθυνος για την σύνταξη του προσχεδίου της «Διακηρύξεως περί Θρησκευτικής Ελευθερίας» και η οποία, από μεν τους υποστηρικτές της Συνόδου θεωρήθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα θεσπίσματα, από δε τους δυσφημιστές αυτής ως εξόχως απαράδεκτο.
[41] Βλ.: Informations Catholiques Internationales (no. 336, May 15, 1969), σ. 9. Βλ. Επίσης Mettepenningen, Nouvelle Theologie, όπου εξετάζει τα μέτρα που έλαβε η Β΄ Βατικανή εναντίον αυτών των θεολόγων στις δεκαετίες πριν από την διεξαγωγή της Β΄ Βατικανής Συνόδου.
[42] Ratzinger, The Ecclesiology of Vatican II.
[43] Ο πάπας Πίος XII, στην Εγκύκλιό του Humani Generis, Περί ορισμένων λανθασμένων απόψεων που απειλούν με υπονόμευση τα θεμέλια του Καθολικού Δόγματος (sections 29, 30, 32, and 34), δημοσιευμένη στις 12 Αυγούστου 1950, καταδίκασε κάποιες θεολογικές απόψεις και δογματικές θέσεις αυτών των θεολόγων, ως έκφραση «νέο-μοντερνισμού». Η κατηγορία εναντίον αυτής της θεολογικής κινήσεως ή «σχολής» είναι ότι αφ᾽ ενός απέκλινε από τον Θωμισμό – χρησιμοποιώντας την σχετικιστική ιστορική ανάλυση και επικαλούμενη αξιώματα της μοντέρνας φιλοσοφίας όπως ο θετικισμός ή υπαρξισμός – και αφ᾽ ετέρου, ότι πολλοί ακαδημαϊκοί εκπρόσωποί της εξέφραζαν δογματικές θέσεις δανειζόμενοι έννοιες της μοντέρνας φιλοσοφίας (υπαρξισμός, immanentism, ιδεαλισμός).
[44] Ο John W. O’Malley γράφει στο βιβλίο του What Happened at Vatican II, πως από τις τρείς έννοιες με τις οποίες αναμετρήθηκε η σύνοδος (aggiornamento, εξέλιξη, ressourcement), η «ressourcement ήταν η πιο παραδοσιακή παρ᾽ ότι, εν δυνάμει και η πιο ριζοσπαστική όλων. Επιπλέον ήταν η πιο διαδεδομένη στην Σύνοδο». O’Malley, John W., What Happened at Vatican II, έκδ. Harvard University Press, Cambridge, Mass. 2008, σ. 301.